φωσφορίαι

φωσφορίαι
φωσφορίᾱͅ , φωσφορία
rising and shining
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωσφορία — ἡ, ΜΑ [φωσφόρος] μσν. αστραπή αρχ. 1. αστρον. επιτολή τής σελήνης ή τών πλανητών κατά τη χρονική στιγμή που απέχουν περισσότερο από 15° από τον Ήλιο 2. στον πληθ. αἱ φωσφορίαι τα παράθυρα ενός οικοδομήματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”